- κρίνο
- το (AM κρίνον, Α πληθ. κρίνεα) γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη λιλιώδη και τού οποίου πολλά είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικάαρχ.1. είδος χορικής ορχήσεως2. είδος άρτου3. αρχιτεκτονικό κόσμημα4. φρ. «κρίνου γυμνότερος» — εντελώς άπορος, τελείως φτωχός.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. άγνωστης προελεύσεως. Για τη λ. με τη σημ. «άνθος» υπήρχε συνώνυμη λ. στην Αρχαία, η λ. λείριον*, η οποία όμως δεν είχε τόσο ευρεία χρήση. Ως διεθνής επιστημ. όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. crinum < λατ. crinum, crinon < κρίνον.ΠΑΡ. κρίνινος, κρινωνιάαρχ.κρινόεις, κρινωτόςνεοελλ.κρινάκι, κρινώνας.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρινοειδήςαρχ.κρινάνθεμον, κρινόμυρον, κρινοστέφανος, κρινόχρουςμσν.κρινέλαιον, κρινόριζον, κρινοτριανταφυλλάτος, κρινοτριανταφυλλόμνοστοςνεοελλ.κρινοδάκτυλος, κρινόλευκος, κρινολούλουδο. (Β' συνθετικό) αρχ. καλαμόκρινον].
Dictionary of Greek. 2013.